ΛΟΙΠΕΣ ΕΦΟΡΕΙΕΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ
Κριτικές Θεατρικών Παραστάσεων
Μαουτχάουζεν
Όταν η Ιστορία γίνεται τέχνη, όταν η τέχνη αναπαριστά την Ιστορία, το αποτέλεσμα είναι μια αναπαραγωγική σύντμηση που σε καθηλώνει και σε κάνει να αναρωτιέσαι πόση Ιστορία μπορεί να χωρέσει πάνω στο θεατρικό σανίδι και μάλιστα όταν πρόκειται για το αυτοβιογραφικό χρονικό του Ι.Καμπανέλλη, Μαουτχάουζεν.
Η ιστορική αλήθεια των εξοντωτικών στρατοπέδων συγκεντρώσεων ξεπροβάλλεται βιωματικά μέσα από τα μάτια του Ιάκωβου και εκφωνείται σαν Επιτάφιος με αποστομωτική ειλικρίνεια.
Στο πλαίσιο μιας υψηλής κινηματογραφικής αισθητικής αφήγησης, ανακαλείται η ιστορική μνήμη και το παρόν αφουγκράζεται το παρελθόν. Έχοντας την ιστορική γνώση του χιτλερικού καθεστώτος και την συναίσθηση της σκληρότητας του πολέμου που γράφτηκε στα χρονικά της ιστορίας, παρακολουθούμε απνευστί την πραγμάτωση του Καμπανελλικού έργου. Και εκεί που τελειώνει η συγγραφική πένα του Καμπανέλλη, αρχίζει η σκηνοθετική ματιά του Θέμη Μουμουλίδη.
Η ανατριχιαστικά λεπτομερής βιωματική γραφή του Καμπανέλλη σε συνδυασμό με την ωμότητα των φρικαλέων εικόνων των κρατουμένων των γερμανικών στρατοπέδων, φορτίζει συναισθηματικά ηθοποιούς και θεατές και η ατμόσφαιρα βαραίνει. Όσο εξοικειωμένος κι αν είναι κανείς με τις προφορικές μαρτυρίες και τα ιστορικά ντοκιμαντέρ δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος παρακολουθώντας τις τραγικές φιγούρες ανθρώπων κάθε εθνικότητας, να ζουν στην επίγεια κόλαση των Ες-Ες. Ακόμα και μετά την απελευθέρωση τους, οι εφιαλτικές μνήμες αναζωπυρώνονται και επισκιάζουν ακόμα και τις πιο τρυφερές ανθρώπινες σχέσεις.
Η επιμελημένη θεατρική μεταφορά της γραφής του Καμπανέλλη διασφάλισε ποιότητα ανάλογη του έργου. Ο εξαιρετικά ταλαντούχος Στέλιος Μάινας, οικειοποιώντας τον ρόλο του ώριμου Ιάκωβου, χρωματίζει την αφήγηση με λεπτότητα και χωρίς ιδιαίτερο στόμφο, κατακτά την δυναμική του λόγου του Καμπανέλλη και με την επιβλητική του παρουσία δημιουργεί έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα.
Ως συνδετικοί κρίκοι της αφήγησης του Μάινα, ο Γιώργος Παπαπαύλου ως νεαρός Ιάκωβος και η Μαριάννα Πολυχρονίδη ως Γιαννίνα, κατορθώνουν ερμηνευτικά να ισορροπήσουν στην παράσταση, αποδίδοντας συμβατικά την ένταση του ρόλου τους, με απουσία υποκριτικής φυσικότητας στις εκφράσεις συναισθημάτων, όπως τον φόβο, την ανησυχία, το πάθος και την ευαισθησία.
Ο Άρης Λεμπεσόπουλος ως Σνάιντερ, από την άλλη, δεν δίνει εμφατικό χαρακτήρα στα λεγόμενά του και κρατάει τον ρόλο του σε μια σταθερή ερμηνευτική απόδοση. Ο Χρήστος Πλαϊνης είναι μια καλή επιλογή για το ρόλο του Γερμανού Φάσελ. Μεμονωμένα από τον υπόλοιπο θίασο ξεχωρίζουν ερμηνείες σε μικρότερους ρόλους, συμπληρώνοντας την παράσταση.
Η σκηνική λιτότητα σε συνδυασμό με τη χρήση του οπτικοακουστικού υλικού επιτείνουν την βαριά ατμόσφαιρα και λειτουργούν βοηθητικά στις δραματοποιημένες σκηνές βίας.
Η αξιοπρεπής παρουσία της Ρίτας Αντωνοπούλου στην σκηνή είναι εύστοχη επιλογή ακούγοντας την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και ξεχνάς τις σκηνοθετικές ατέλειες, που αφορούν ακόμα και την θέση της Αντωνοπούλου στην σκηνή.
Σε μια τέτοια, κλάσης παράσταση, όπου τα όρια μυθοπλασίας και ιστορίας είναι δυσδιάκριτα, συμμετέχεις, συγκινείσαι, προβληματίζεσαι, τιμάς την Ιστορία και τον Καμπανέλλη και την συστήνεις ανεπιφύλακτα στο φιλοθεάμον κοινό.
Κορεντίνη Δέσποινα
Φιλόλογος- Κριτικός Θεάτρου και Τέχνης
Μέλος του Πειραϊκού Συνδέσμου
Τριμηνιαίο Περιοδικό “ΠΕΙΡΑΪΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ”